- συμπολεμιστής
- ο соратник, боевой товарищ;
είμαστε συμπολεμιστήςές — мы соратники, товарищи по оружию
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
είμαστε συμπολεμιστήςές — мы соратники, товарищи по оружию
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συμπολεμιστής — ο, θηλ. συμπολεμίστρια Ν αυτός που πολεμά μαζί με κάποιον άλλο, συμμαχητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πολεμιστής. Η λ. συμπολεμιστής μαρτυρείται από το 1887 στον Χαρ. Άννινο] … Dictionary of Greek
συμπολεμιστής — ο 1. αυτός που πολέμησε μαζί με κάποιον άλλο : Υπήρξαν συμπολεμιστές στη Μέση Ανατολή. 2. συναγωνιστής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οπάων — ὀπάων, ονος, ιων. τ. ὀπέων, ωνος ή ονος, ὁ (Α) 1. σύντροφος στον πόλεμο, συμπολεμιστής 2. υπασπιστής 3. ακόλουθος, θεράπων («οἵ τέ σφεων ὀπέονες ἀποπεμφθέντες... ἀποκεκληίατο ὑπὸ τῆς ἵππου», Ηρόδ.) 4. ως επίθ. αυτός που ακολουθεί, ο επόμενος… … Dictionary of Greek
παρασπιστής — ὁ, Α [παρασπίζω] 1. ασπιδοφόρος, οπλοφόρος που μάχεται κοντά σε άλλον 2. ο σύντροφος στη μάχη, συμμαχητής, συμπολεμιστής … Dictionary of Greek
συμμαχητής — ο, θηλ. συμμαχήτρια Ν 1. αυτός που μάχεται μαζί με άλλον ή μαζί με άλλους, συμπολεμιστής, συναγωνιστής 2. συνεκδ. συνεργάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμμάχομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1807 στον Δ. Γουζέλη] … Dictionary of Greek
συνασπιστής — ὁ, Α [συνασπίζω] συμπολεμιστής, συναγωνιστής … Dictionary of Greek
σύμμαχος — Συγγραφέας των πρώτων χριστιανικών χρόνων. Καταγόταν από τη Σαμάρεια. Μετάφρασε στα ελληνικά την Παλαιά Διαθήκη και διαμόρφωσε δικό του θρησκευτικό σύστημα από ιουδαϊκά, εθνικά και χριστιανικά στοιχεία. Ο Σ. επιδιδόταν και στις μαγικές τέχνες. *… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
όμαιχμος — ὅμαιχμος, ον (Α) (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που μάχεται μαζί με κάποιον, σύμμαχος, συμπολεμιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + αιχμος (< αἰχμή), πρβλ. ίππ αιχμος] … Dictionary of Greek
όμασπις — ὅμασπις, ιδος, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) συστρατιώτης, συμπολεμιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + ἀσπίς] … Dictionary of Greek
Αγιοπετρίτης, Αντώνιος — (1750; – 1804). Ονομαστός κλέφτης της Πελοποννήσου, συμπολεμιστής του Καπετάν Ζαχαριά. Γεννήθηκε στην Κυνουρία και σκοτώθηκε πιθανότατα στον μεγάλο διωγμό των κλεφτών το 1804 … Dictionary of Greek